- μογερός
- μογερόςtoilingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μογερός — μογερός, όν, θηλ. και ά (Α) 1. (για πρόσωπα) ταλαίπωρος, δυστυχισμένος 2. (για πράγματα) κοπιαστικός, λυπηρός, βαρύς. επίρρ... μογερῶς (Α) με μογερό τρόπο, κοπιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόγος «πόνος, ταλαιπωρία» + κατάλ. ερός (πρβλ. φθόνος:… … Dictionary of Greek
μογερά — μογερός toiling neut nom/voc/acc pl μογερά̱ , μογερός toiling fem nom/voc/acc dual μογερά̱ , μογερός toiling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογερῶν — μογερός toiling fem gen pl μογερός toiling masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογερόν — μογερός toiling masc acc sg μογερός toiling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογεραῖς — μογερός toiling fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογεραί — μογερός toiling fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογεροῖο — μογερός toiling masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογεροῖς — μογερός toiling masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογεροῖσι — μογερός toiling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μογεροῖσιν — μογερός toiling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)